- αναλαβή
- ηανάληψη οικοδομικού ή άλλου έργου κατ’ αποκοπή, εργολαβία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλάβῃ — ἀναλαμβάνω take up aor subj mp 2nd sg ἀναλαμβάνω take up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλάβηι — ἀναλάβῃ , ἀναλαμβάνω take up aor subj mp 2nd sg ἀναλάβῃ , ἀναλαμβάνω take up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)